- κυβιστικός
- η , ό[ν] иск. кубистский, относящийся к кубизму
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυβιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κυβισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυβιστός < κυβίζω < κύβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Αλ. Γεωργιάδη] … Dictionary of Greek